Λεξικό

Λεξικό της Χρυσαυγής "τα μιραλιώτικα"

Στις σελίδες που ακολουθούν έχουμε συγκεντρώσει λέξεις και εκφράσεις απο την διάλεκτο του χωριού μας αλλά και της περιοχής του Βοΐου, με στόχο τη διάσωση ενός τμήματος της παράδοσής μας. Στην προσπάθεια μας να αποδώσουμε την προφορά τους χρησιμοποιούμε το sh όπου αυτή είναι βαριά.
Διαβάστε μας, διορθώστε μας, συμπληρώστε μας και κυρίως διασκεδάστε μαζί μας!
Μπορείτε να στέλνετε τις διορθώσεις και τις προτάσεις σας στο chrysaygi.voiou@gmail.com
Α
άγανα (τα)
βελόνες σταχιού
αγκαλώ
αναφέρω (π.χ. θα σ' αγκαλέσου στο δάσκαλο)
αγκαρίζω
γκαρίζω
αϊπκατνό (το)
το αποκάτω
άιστε (αshτε)
άντε, σηκωθείτε
αλαφρουκάνταρου (το)
χαζό
άλτσους (ο)
αλυσίδα
αμπασκάλ' (η)
μασχάλη
αμποδώ
εμποδίζω
άμπουρους (ο)
ατμός (χώνεψε η κουπριά, αμπουριάζ')
αμπόχνω
σπρώχνω
ανάγκαζε
κάνε γρήγορα
αντί (το)
εργαλείο
αντράλα (η)
ζαλάδα
απλάδα (η)
ρηχό πιάτο
απλωταριά (η)
άδειασμα
αποκρένουμι
απαντώ
απολνιούμι
ξαμολιέμαι
απολνώ, απόλκε
απολύω, αφήνω
απολοϊούμι, απολοΐθκα
απαντώ, απάντησα
απόρ'ξα
απέβαλα
απόστασα
κουράστηκα
απότσ'τους (ο)
απότιστος
αραθμώ (ξαραθμώ)
επιθυμώ
αραχάτιασα
ξαπλώθηκα, άραξα
αρία
αραιά
αρίτσιους (ο)
σκαντζόχοιρος
αρνίθια (τα)
κότες (φράση: όσα αρνίθια, τόσα 'λήθεια)
αρτίθ'κα
έφαγα κάτι μη νηστίσιμο
αρτ'μένου (το)
μη νηστίσιμο
αρχότ'
δροσερό, δροσιά
ασκένομαι (αshκένουμι)
σιχαίνομαι
αστοχώ
ξεχνάω
αστραπόουλου
κεραυνός
αφκρούμι
αφουγκράζομαι, ακούω
αφύσκους (ο) (αφύshκους)
αφύσικος, άσχημος
αχάλαγος (ο)
άσχημος, αυτός που δεν είναι σοβαρός (Ουι αχάλαγε δεν εχ'ς το θεό'ς. Να γεν'ς ξικ.)
άχαρα (μ' έρχεται άχαρα)
αναγούλα
αψχώ (απshχώ)
λυπάμαι, συμπονώ
Β
βαένι (το)
βαρέλι
βάζ'
βουίζει (π.χ. βάζ' η Δέσ')
βαΐζου
γέρνω προς μια πλευρά
βούζλο (το)
είδος θάμνου
βουϊνιά (η)
κοπριά αγελάδας
βουνγκούρια (τα)
έντομα, μπάμπουρες
βρουκιάλιασα
έκλαψα
Γ
γάνιακας (ο)
γκρινιάρης
γιέμ'
παιδί μου (λέγεται και σε γυναίκες)
γινατώνω
θυμώνω
γκαβώνουμι
στραβώνομαι
γκαγκαράτσα (η)
κοπριά κατσίκας ή προβάτου
γκαλγκούτσ' (γκαλκούτsh')
κουβαλώ κάποιον στην πλάτη
γκαλιώνω
γουρλώνω (τα μάτια)
γκάλτσια (η)
Μαυροπούλι, ανήκει στην οικογένεια των κορακοειδών, λίγο μικρότερα, κυκλοφορούν πολλά μαζί και κάνουν μεγάλη φασαρία
γκαμπλιώνω
κοιτάζω
γκαμπ'γκαλνώ
γαυγίζω
γκαχιλώνα (η)
χελώνα
γκιζιρώ
βολτάρω
γκιλμπιρί (το)
εργαλείο φούρνου
γκιλ'νιούμι
κυλιέμαι (ούι το γκουρμπέτ'κο το γομάρ΄, τήρα του, γκιλνιέτε στ' στάχτις)
γκλιμπατσιάρκου (το)
αδύνατο, κακοταϊσμένο
γκλιρώνουμι
πνίγομαι απο κάτι στο λαιμό
γκόλιους (ο)
γυμνός
γκόλντεμίρ (το)
σύρτης μεγάλος της εξώπορτας
γκούβα (η)
γούβα, λακκούβα
γκουγκόλα (η)
μεγάλη πέτρα
γκουγκουρέτσ' (το)
κουραδάκι
γκουλιαμπίσματα
ανακατέματα, κάποια που φτιάχνει φαγητό και δεν το πετυχαίνει (ακούς, τι γκουλιαμπίσματα είναι αυτά;)
γκουλ'τζμαν
ιδρωμένος
γκουλτσουπόδαρους (ο)
ξυπόλητος
γκουλφάρ' (το)
νεοσσός, αυτός που δεν έχει μαλλιά
γκουνταλώ
γαργαλάω
γκουπ'τζιαλνιέμι -ίζουμι
συνεύρεση (τήρα γκουπ'τζιαλνιούντε αυτοί, κοίτα τα γκουρμπέτ'κα τ' αρνίθια (κότες) γκουπ'τζιαλνιούντε στα σκούπιρα (σκουπίδια))
γκουρμπάν (το)
ψοφίμι
γκουρμπάτσ' (το) (γκουρμπάτsh')
ξύλο χοντρό
γκουρμπέτ'κου (το)
γύφτικο, άτιμο
γκουρμπέτσα (η)
γύφτισα
γκούρμπιτους (ο)
πιωμένος
γκουρτσιά (η)
αχλαδιά
γκουστερίτσα (γκουshτερίτσα)
σαύρα
γκουτζιούν' (το)
γουρούνι
γκούτζ'μαρους (ο)
ολόκληρο το σώμα μαζεμένο σα γροθιά
γκραμπατσώνουμι
σκαρφαλώνω
γκραφαλνώ
γρατζουνώ, κάνω θόρυβο
γκρίκλας (ο)
λάρυγγας
γκρισλάνους (ο) (γκριshλάνους)
λάρυγγας
γκρουγκουρτσιά (η)
άγρια αχλαδιά
γκρουτζανώ
γρατζουνάω
γκρόχαλα (τα)
φλέματα
γκτζιούπ' (το)
το κούτσουρο που μένει όταν κόβεται ενα δέντρο
γουμάρις (η)
γαϊδούρες, ξύλα για ντουσέκι (βλ. λέξη)
γουμαρκούδαρου (το)
κοπριά γαϊδουριού ή αλόγου
γραμμένο (το)
όμορφο
Δ
διαλάζ'
αστράφτει
δοκιούμι
θυμάμαι
Ε
έκα
στάσου
έρουμι, έριτι
έρχομαι, έρχεται
Ζ
ζάβορτσα (η)
πρόχειρη πόρτα σε σταύλο σε μαντρί. (κλεις' τ' ζάβορτσα, θα φύγουν τα πρόβατα)
ζαμπούνα (η)
σφυρίχτρα απο καλάμι
ζαντούρα (τα)
ούλα
ζαράλ' (το)
ζημιά
ζαρώνου
κοιμάμαι, ησυχάζω
ζγκουρλίζου
η φωνή των γουρουνιών
ζγκράμπα (η)
σκορπιός
ζερβομέλτσα (η)
δραστήρια
ζιάμπακας (ο)
βάτραχος
ζιαμπνάκ' (το)
πράσινα βρύα του νερού
ζιαμπώ
πατώ
ζιουγκάρ' (το)
γροθιά
ζιουλιαντέτσ' (το)
στομάχι πουλιών
ζιούρος (ο)
ζέστη πολλή, κάψα
ζιούσκα (η)
καρούμπαλο
ζ'λάπ' (το)
αγρίμι, λύκος
ζούζουλο (το)
ζωύφιο, αγρίμι και κατά μια έννοια το παράξενο, αλλόκοτο
ζουμπούλια
χωματένια βάση
ζούτ'λιαγκας (ο)
ζητιάνος
ζούτ'λιάρ'ς (ο)
ζητιάνος
Θ
θαραπαύ'κα
ευχαριστήθηκα
θάρουμ'
ελπίζω, ίσως
θηλουσιά (η)
νερό θολό
θηρμασιά (η)
ρίγη
θ'λιά (η)
λουκάνικο, θηλιά
Ι
ίνγκλα (η)
λουρί σε υποζύγιο
ιπιτώρ
προηγουμένως
ισκιάδια (τα)
σκιές δέντρων
K
κάδ' (η)
ξύλινο δοχείο αποθήκευσης
καϊμακάνος (ο)
καπετάνιος, κατα μια έννοια ανεξάρτητος
καϊπιώνω
κρύβω
κακάβι (το)
μικρό καζάνι
κακαβούλ' (το)
μικρό δοχείο
καλασιούρ'
μικρό καλάθι
καλαφατώ
βάφω
καλότκου (το)
φάντασμα, ξωτικό, καλότυχο
κανγκάνας (ο)
κανένας
κανγκαπού
πουθενά
καντίποτα
τίποτα
καραμάν'ς (ο)
σκυλί
καρκαλιούμι
γελώ
καρτερώ
περιμένω
κασταλαή
σταχτόνερο και μεταφορικά ζεστό νερό
κατσιαγούν' (το)
το πηγούνι
κατσιάρα (η) (κατshιάρα)
κάθεται με ανοιχτά τα πόδια
καφάς (ο)
μεγάλη μπίλια
κάχτα (η)
το καρύδι
καψαλνώ
φεύγω, κατα μια έννοια τρελλαίνομαι, π.χ. μι καψάλτσι
καψό-
καϋμένος, καϋμένη, π.χ. καψοΝάσος
κιαμέτ
πολύ, περίσσευμα
κλειδοπίνακο (το)
ξύλινο δοχείο με καπάκι
κλήραβους (ο)
αδύνατος
κλιτσνίκο (το)
ξύλο για δεμάτια
κλώθουμι
τριγυρνώ, παω γύρω απο κάτι
κόζιακας (ο)
σαθρή πέτρα
κόθορος (ο)
η κόρα της πίτας
κολαϊνά (τα)
τα ξύλα που κόβονται εύκολα
κολοστούπωμα (το)
μικρή κότα
κολοφέξα (η)
πυγολαμπίδα
κόμπους (ο)
λίγο, μια στάλα
κόραβο (το)
σκληρό ψωμί
κόσια (η)
η κοτσίδα
κοσιά (η)
εργαλείο κοπής χόρτων
κότσιανος (ο)
βάση (στέλεχος) του λάχανου, πολύ κρύος
κότσκα (η) (κότshκα)
κλώσσα
κούκουρα (τα)
κάθισμα στις φτέρνες
κουντιλιασμένου
όμορφο
κουντό (το)
απο κοντά, πίσω του
κουπάνα (η)
λεκάνη
κουπανάρ' (το)
το μπούτι του κόκκορα
κουπός (ο)
δρόμος, μονοπάτι στο χιόνι
κουσέβου (κουshέβου)
τρέχω
κουσιέρα (η)
μεγάλο καλάθι του τρύγου
κούτα (το)
σκυλί
κουτσνάρ' (το)
το κότσι, το κάτω μέρος του ποδιού
κουφοτήλ' (το)
τάπα βαρελιού, κατα μια έννοια ευκοίλια
κρανιάζω
πληρώνω
κρένω
μιλάω
κρίτσανο
τραγανό αλλά και κρύο
κρούω
χτυπώ
Λ
λαβίζου
μιλάω, κουβεντιάζω
λαγάρα (η)
καθαρό κρασί
λαγκιόλ' (το)
ύφασμα για πουκάμισο γυναικείας στολής
λαένι (το), λαένα (η)
πήλινο παγούρι νερού
λαναρίζου
διαδικασία επεξεργασίας μαλλιού
λας (η) (λάsh)
νεκροταφείο
λαχτάρσα
τρόμαξα
λέλεμ'
έκφραση: "ωχ, θεέ μου"
λιαγκαβίζουμι
μισοπλένομαι
λίγδα (η)
λίπος γουρουνιού
λίγδας (ο)
ο φορτικός
λιγκιάζου
έχω λόξυγγα
λιένι (το)
λεκάνη
λιέραβου (το)
βρώμικο
λιθοπάτσιασα
πόνος στα πόδια
λίλι, λίλι
έκφραση, όταν χαίρεται κανείς ενα μωρό
λισιά (η)
μικρή πόρτα αυλής
λιφτόκαρα (τα)
φουντούκια
λ'μάκια (τα)
νεαρά δέντρα βελανιδιάς
λόζιαβους (ο)
μπερδεμένος
λοζιάζουμι
μπερδεύομαι
λόϊρα
γύρω
λόπκατες (οι)
μπαλώματα
λόρθος (ο)
όρθιος
λούζνα (η)
ουλή
λουμάδες (οι)
παιδικό παιχνίδι
λουριά (τα)
βράχια μέσα στο νερό
λουτσάλα (η)
όταν λιώνει το χιόνι
M
μα, μο
προσφώνηση για γυναίκες
μαλάθα (η)
καλάθι
μάρι
έκφραση
μαρκάτ' (το)
γιαούρτι
μαρτζέλια (τα)
σκουλαρίκια στο σαγόνι της κατσίκας
μάτσου, ματσούλου (η)
γάτα, γατούλα
ματσούλ' (το)
γατάκι
μαυλώ
καλώ, φωνάζω τα ζώα
μισάντρα, μεσάντρα (η)
ξύλινη διαχωριστική ντουλάπα
μόλτσα (η)
σκώρος
μούρ'νο (το)
μωβ
μουρόξν'
ξινό αλλά με ευχάριστη γεύση
μούρτζιαβους (ο)
βρώμικος στο πρόσωπο
μουσουμπέτσα (η)
ατίθαση, ανάποδη γυναίκα
μπάκαλα (τα)
πετραδάκια
μπακαλνώ
μπουσουλώ
μπάλια (η)
άσπρη
μπαλιάκου (η)
γριά προβατίνα
μπαμπατσιάνα (η)
νταρντάνα
μπάμπτσες (οι)
είδος μικρού αχλαδιού
μπαργιάκι (το)
σημαία, φλάμπουρο
μπάριμ'
τουλάχιστον
μπατζιοτύρ' (το)
τυρί φέτα
μπήγω (τα)
επιμένω
μπιζέρ'σα
βαρέθηκα
μπιλιτζίκια (τα)
βραχιόλια
μπίραβου (το)
το καϋμένο
μπιρμπέκ' (το), μπιρμπικώ
μετά το τέλος της συγκομιδής καρυδιών ή αμυγδάλων
μπίσκας (ο) (μπίshκας)
παιδικό παιχνίδι
μπιστιριά (η) (μπιshτιριά)
βράχια, γκρεμός
μπιτούν'κους (ο)
ολόκληρος
μπλιατσιάσκαν'
συμπλοκή, ερωτική συνεύρεση
μπ'νάρ' (το)
πηγάδι
μπότσαρους (ο)
(α) κολοκύθα χωρίς γέμιση σκαλισμένη σαν πρόσωπο, (β) κάποιος με άγρια ή βρώμικη όψη, (γ) σκιάχτρο
μπούκλα (η)
ξύλινο παγούρι
μπούμπαρους (ο)
μπάμπουρας
μπουμπ'νάρια (τα)
μεγάλα σύννεφα που ετοιμάζονται για βροχή
μπουμπόλια (τα)
όρχεις
μπούνα (τα)
είδος μικρού αχλαδιού
μπουραντάς (ο)
ο πολεμιστής
μπουρλάτζαβους (ο)
απρόσεκτος, τσαπατσούλης
μπουφαλνώ
σκοντάφτω σε εμπόδιο, πιτσιλώ
μπρέτσες (οι)
μπρουκέλες, μπ'τζέρες (οι)
οι ζάρες
μπρουστούρα (η)
εσωτερικό μέρος της κοιλιάς
μπρουτζαλνώ
ψήνω ελαφρά
μ'σούρα (η)
πιάτο βαθύ
μ'σόχαζους (ο)
χαζός
μ'τάρια (τα)
εξάρτημα αργαλειού
μ'χός (ο)
ποτιστική γούρνα σε χωράφι
Ν
νένης (ο)
ο παπάς (χαϊδευτικά)
νιάνια (η)
ηλικιωμένη θεία
ντιτ'μάρκου (το)
δίδυμα
νουγώ
καταφέρνω, κάνω κάτι με εξυπνάδα
νούνος, νούνα
ο νονός, η νονά
ντάης (ο)
μπάρμπας
νταϊακώνω
στηρίζω
νταλντώ
ορμώ
νταντανιάζω
κρυώνω
ντέσ'μου
μπελάς
ντιβουρλίγκα
γρήγορα, γύρω γύρω
ντιμισκίν (ντιμιshκίν)
γρήγορα
ντιούμι
ντύνομαι, προστακτική: ντύσ'
ντιπ
εντελώς
ντιρλικώνω
τρώω
νιστ'κουμάρ'κου (το)
επιτιμητικά ο νηστικός
ντουλμπέρα (η)
όμορφη γυναίκα
ντουρλάπ' (το)
ξαφνική βροχή
ντουσιέκ' (το) (ντουshέκ)
στρώμα απο άχυρο
ντουσμάνος (ο) (ντουshμάνος)
αρχηγός
ντουσ'μές (ο) (ντουshμές)
δάπεδο
ντουσ'νίσκα (ντουsh'νίσκα)
ντύθηκα, στολίστηκα
ντουσ'τσε
όρμησε
Ξ
ξεροτανιέμαι
τεντώνομαι
ξιάλ' (το)
δικέντρα
ξιαρνώ
φτυαρίζω
ξικαχτίζω
καθαρίζω καρύδια
ξικώ (κshικώ)
τρώω κρέας, ξεσκίζω
ξιμέτοχος (ο)
ξένοιαστος υποτιμητικά
ξιπλατίσ'κα
κουράστηκα πολύ
ξισυλλόϊαστους (ο)
χωρίς έννοιες
ξισυρνώ
αποκόβω, σύρω
ξιταφάει
μυρίζει άσχημα, βρωμάει
ξιτ'λίχ'κα
αηδίασα
ξιφλιαγκούρου (η)
πρόστυχη γυναίκα
ξ'λένιος (ο)
άκαμπτος
ξ'νός (ο)
γύφτος
ξ'πόλ'τους (ο) (κsh'πόλ'τους)
σκύλος
ξ'πουλίθ'κε (κsh'πουλίθ'κε)
πέθανε
ξ'πουλνιούμι (κsh'πουλνιούμι)
(α) βγάζω τις κάλτσες, (β) λέω τα μυστικά μου
Ο
όκαχτος
ολόϊδιος
ούι
επιφώνημα
ουρμινέβου
συμβουλεύω
Π
παγάλια
σιγά σιγά
πάϊαγκας (ο)
αράχνη
πακ'παλνώ
ανοιγοκλείνω τα μάτια
παλαμαριά (η)
ξύλινο εργαλείο θερισμού
παραβίζουμι
παραπατώ
παράσ'μο (το)
μικροκαμωμένη γυναίκα, περίεργη, αλλόκοτη
παρδάγκαλου
εξόγκωμα
παρπαλίζουμι
(α) γελώ πολύ, (β) κλαίω πολύ
πατίκια (τα)
μάλλινα σοσόνια
πατόσ'πους (ο)
κεντρικός χώρος του ισογείου
πατσάλα (η)
λιποθυμία
πατσιά (η) (πατshιά)
πατημασιά
πατσιούραβος (ο)
κάποιος με κοντή μύτη
πατσό (το)
αιδοίο
πέρπιρας, πιρπέρι
πεταλούδα της νύχτας
πέτσος (ο)
ξινό
πιδικλόνουμι
μπερδεύονται τα πόδια μου
πίπ'κα
μπρούμυτα
πιρπιρούνα (η)
παπαρούνα
π'λαλώ
τρέχω
πλίκο (το)
φάκελος
πλιούφος (ο)
σκίουρος
πλόχερου (το)
η χούφτα
ποδένομαι
βάζω κάλτσες, παπούτσια
πόλκα (η)
η φράντζα στο πλάι
πρασ'νογκούστιρας (ο) (πραsh'νογκούshτιρας)
μεγάλη πράσινη σαύρα
πρατσάλ' (το)
το μάνταλο της πόρτας
πρατσαλνώ
πιτσιλώ
προύχαβου (το)
μαλακό φρούτο
Ρ
ρέχα
δροσιά
ρίξ'
ρίξου, χόρεψε
ρ'μάδα (η)
καϋμένη
ροποτώ
(α) χτυπάω, κάνω θόρυβο, (β) κάνω σεξ
ρούγα (η)
το στενό
ρουγκαλνώ
ρεύομαι
ρουπουσίτ' (το) (ρουπουshίτ')
το κοτσάνι του καλαμποκιού
ρουχώνου
ανάβω, καίω
Σ
σάϊσμα (το)
σκέπασμα, κουβέρτα
σάμα
σάμπως
σαντ'νιά (η)
άγριο στάχυ
σαπ'σάπ (shαπ'shάπ)
σιγά σιγά
σαρμάντζα ή σαρμανίτσα
κούνια μωρού
σέβα
μπές
σιάβαρου (το) (shιάβαρου)
σκουπίδι
σιαπέρας (ο) (shιαπέρας)
ο βλάκας
σιέα (τα) (shιέα)
τα πράγματα
σιλουί (η)
η έννοια
σιμπώ
σκαλίζω, χτυπάω τη φωτιά
σιότας (ο)(shιότας)
χαζός
σιούκος (ο) (shιούκος)
βρώμικο μαλλί προβάτου
σιούκου (shιούκου)
σήκω
σιούκτε (shιούκτε)
σηκωθείτε
σιουλνάρ' (το) (shιουλνάρ')
στόμιο εκροής
σιουμπέκι (το) (shιουμπέκι)
σιουμπουτούρα (η) (shιουμπουτούρα)
βρύση
σιούρδα (η) (shιούρδα)
η χαζή
σιουρίζω
σφυρίζω
σιούρκα (η) (shιούρκα)
βρύση
σιούτο (το) (shιούτο)
χωρίς κέρατα
σιουχλιάζω
τσαλακώνω
σιουχλιασμένο (το)
τσαλακωμενο
σκανιάζω
σκέπτομαι, στενοχωριέμαι
σκαπιτώ
καταπίνω
σκαρκάλ' (το)
ακρίδα
σκλίδα
μούσκεμα
σκόλνα
τελείωνε
σκουντός (ο)
καϋμένος
σκούπιρου (το)
σκουπίδι
σκρούμ'μπαβου (το) (shκρούμ'μπαβου)
καημένο
σμάρια (τα) (shμάρια)
θάμνοι
σνάπαλα
αργά
σόπ (το)
τάπα, βούλωμα
σούκος (ο)
γεννητικό όργανο
σουρουκιάζουμι
τρυπιέμαι με κάτι
σουρώνω
γεμίζω ως επάνω με κάτι
στέντζιουρας (ο)
κεντρικό στυλιάρι αλωνιού
στερνάρια (τα)
τα στήθη
στούμπος (ο)
το γουδί
στούραβος (ο) (shτούραβος)
αγριεμένος
στρέγω
δέχομαι
στρουβόλ' (το)
αγκάθι
σφαλνώ
κλείνω
σφοντύλι (το)
εργαλείο της ρόκας
σφούγγος (ο)
βρώμικο ύφασμα
σών'
σώνει, φτάνει
Τ
ταζέδκο (το)
φρέσκο
ταμάμ
εντάξει
ταχιά
αύριο
τεντώνομαι
ξαπλώνω
τζακασιούλ' (το)
εργαλείο για τρύπες σε δέρμα
τζαντήλα (η)
λευκό ύφασμα για το τυρί, κατά μια έννοια φοβισμένος
τζιακοπάν' (το)
κάλυμμα υφασμάτινο τζακιού
τζιαμάλω
γυναίκα με απεριποίητα, αχτένιστα μαλλιά
τζιαρίζω
βλέπω λίγο, διακρίνω
τζιβώνω
κλείνω τα μάτια
τζιετζιεβές (ο)
το μπρίκι
τζιουγκραβέλ'ς
βροχή σαν κρύσταλλο
τζιούγκραβο (το)
σγουρό
τζιουμπανίκα (η)
χοντρό ξύλο απο ρόζο δρυός για τα κάλαντα
τζιουρίτ'
η τρεχάλα
τζιουρντίν' (το)
γεννητικά όργανα
τζούκα (η)
κοιλιά
τζούτζος (ο)
σκούφος
Τιτράδ' (η)
Τετάρτη
τραπέτσ' (το)
ξινό
τραφώνομαι
λερώνομαι
τρίσκα (τρίshκα)
μαύλισμα κοτόπουλων
τριτσιότ'κα (τα)
απο το Τριτσκό - Τρίκορφο
τρούσκλα (η) (τρούshκλα)
παιχνιδιάρα
τρούσναβος (ο) (τρούshναβος)
άγριος, γρήγορος
τρόχαλα (τα)
μεγάλες πέτρες
τσακίζω (τον)
κοιμάμαι
τσακματώ
ανάβω με το τσακμάκι, κατα μια έννοια ρήμα για εξυπνάδα
τσιαλιάζω
λιώνω
τσιαμπάς (ο) (τshιαμπάς)
τσουλούφι
τσιασίτ' (τshιαshίτ)
σχέδιο
τσιάτσκα (η) (τshιατσκα)
η κούπα
τσιγγίστρα (η)
καμωματού
τσίγκαλα (τα)
παιδικά παιχνίδια
τσιέπουρα (τα) (τshιέπουρα)
κομμένα κοντά κλαδιά
τσίλα (η)
διάρροια
τσιμερώνει
πονάει
τσιολνώ (τshιολνώ)
διαδικασία για συλλογή καρπών
τσιόμπριτσα (η)
είδος ρίγανης
τσιόρμανος (ο)
άγρια γυναίκα
τσιότνες (οι) (τshιότνες)
οι ανατριχίλες
τσιότρα (η)
ξύλινο στρογγυλό παγούρι
τσιούγκα (τα) (τshιούγκα)
χέρια και πόδια
τσιουκλιατώ
ανακατεύω δυνατά
τσιουλέγκα
παιδικό παιχνίδι
τσιούμα (η) (τshιούμα)
τσιούνξ' (τshιούνκsh')
εντολή για να σταματήσει το γαϊδούρι
τσιουπουλτάρα
Πουλί, ανήκει στην οικογένεια της τσίχλας, κιτρινόμαυρο, αγαπάει και τρώει πολύ τα κεράσια
τσιουρίζω (τshιουρίζω)
τσιρίζω
τσιουτάλα (η) (τshουτάλα)
διχάλα
τσιουτνιάζω (τshιουτνιάζω)
ανατριχιάζω
τσιουτουρώνω (τshιουτουρώνω)
θυμώνω
τσιροπούλια (τα)
σπουργίτια
τσιτσίδ'
γυμνός
τσόλ' (το)
το κουρέλι
τσουκάνια (τα)
μεγάλα ψάρια
τσούρα (η)
γεννητικό όργανο
τσούτσαλος (ο)
μικρός
τσουφώ
τρυπώ
Φ
φίτσια (τα) (φίτshια)
παιδικό παιχνίδι
φλέγκα (η)
φέτα
φλουέρα (η)
φλογέρα, κατα μια έννοια η χαζή
φουκάλ' (η)
σκούπα
φουκαλνώ
σκουπίζω
φουλτακιάζω
βγάζω φουσκάλες
φούρκα (η)
στήριγμα ξύλινο, διχάλα
φουρλατώ
πετάω κάτι στα σκουπίδια
φουρλέτσ'κο (το) (φουρλέτsh'κο)
εργαλείο τυροκομίας
φουρλιάγκω (η)
τσαπατσούλα
φράζω
πέφτω
Χ
χαζίρκος (ο)
ο έτοιμος
χαϊρλίθ'κό (το)
καλορίζικο
χαϊρσίσκος (ο)
ο ανάποδος
χαλα
θα, να, π.χ: που χαλα πάμε=που θα πηγαίναμε
χαλές (ο)
απόπατος
χαμπέρ' (το)
νέο, μαντάτο
χαντακωμένο (το)
καϋμένο
χαραή (η)
το πρωί
χάρμουγκας (ο)
ο τυφλοπόντικας
χασμερίζω (χαshμερίζω)
ανέχομαι
χασομέρια (η)
η ράχη του κοτόπουλου
χειρόβολο (το)
δεμάτι χεριού
χειροβολούσκα (η)
δεμάτι χεριού
χίρ'σα
άρχισα, π.χ: χίρ'σα - σκουλνώ
χλιάρ' (το)
κουτάλι
χλιάρας (ο)
ο βλάκας
χνιάσταρ'ς (ο)
κατσούφης, γκρινιάρης, αλλά και συναχωμένος, φυσάει επιδεικτικά την μύτη του
χνίθ'κε
όρμησε
χνούμ' (η)
σκόνη απο το αλώνισμα
χουζμέτ' (το)
η δουλειά
χουρχουβέτσκω (η)
η γιαγιά